Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιδηροδρομικός κόμπος

  • 1 узел

    узел м в рази. знач. о κόμπος* железнодорожный \узел о σιδηροδρομικός κόμπος
    * * *
    м в разн. знач.
    ο κόμπος

    железнодоро́жный у́зел — ο σιδηροδρομικός κόμπος

    Русско-греческий словарь > узел

  • 2 узел

    узла α.
    1. κόμπος•

    завязать -ом δένωμε κόμπο•

    завязать узел δένω κόμπο•

    развязать узел λύνω τον κόμπο.

    || μτφ. περιπλοκή•

    узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.

    2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•

    железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•

    узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.

    3. τα γάγγλια•

    лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•

    нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.

    || εξόγκωμα, οίδημα.
    4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.
    5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.
    6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.
    7. κότσος (μαλλιών).
    εκφρ.
    морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).
    узла α.
    κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου).

    Большой русско-греческий словарь > узел

  • 3 железнодорожный

    επ.
    σιδηροδρομικός•

    -ые пути σιδηροδρομικές οδοί•

    железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•

    -ая ветка σιδηροδρομική διακλάδωση•

    железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•

    -ая сеть σιδηροδρομικό δίχτυ.

    Большой русско-греческий словарь > железнодорожный

  • 4 узел

    узел
    м
    1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:
    \узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·
    2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:
    железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·
    3. (сверток) ὁ μπόγος:
    \узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·
    4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·
    5. анат.:
    нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:
    телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·
    7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:
    8. (прическа) ὁ κότσος:
    волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό.

    Русско-новогреческий словарь > узел

См. также в других словарях:

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • Κόρδοβα — I (Cόrdoba). Πόλη (133.800 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού, στην πολιτεία Βερακρούς. Συνδέεται σιδηροδρομικώς και οδικώς με την Πόλη του Μεξικού και το λιμάνι Βερακρούς. Στην περιοχή της υπάρχουν φυτείες καφέ και φρούτων, εργοστάσια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»